- ὑποψηνίζω
- ὑποψηνίζω,A prick from below, like the ψήν (q.v.): metaph., ὑπεψηνισμένη, = ἀκμαία πρὸς τόκον (prob. from a Comic poet), Suid. (-μένοι and ἀκμαῖοι Et.Gen., Phot.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποψηνίζω — Α 1. κεντώ, τρυπώ από κάτω 2. μτφ. καθιστώ έγκυο, γκαστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψηνίζω «κεντρίζω ήμερα σύκα με ψήνες» (πρβλ. προ ψηνίζω)] … Dictionary of Greek